- αντιγραφικός
- -ή, -ό (Μ ἀντιγραφικός, -ή, -όν)ο κατάλληλος για αντιγραφή, ο αναφερόμενος στην αντιγραφήνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αντιγραφικάη δαπάνη ή η αμοιβή για την αντιγραφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιγραφικόν — ἀντιγραφικός concerning the indictment masc acc sg ἀντιγραφικός concerning the indictment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μεταγραφικός — μεταγραφικός, ή, όν (ΑM) [μεταγραφή] αντιγραφικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντιγραφή («πταῑσμα μεταγραφικόν» λάθος κατά την αντιγραφή, Τζέτζ.) … Dictionary of Greek